Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκ δ' ἔπεσον ϑυμηγερέων

См. также в других словарях:

  • θυμηγερώ — θυμηγερῶ, έω (Α) συνέρχομαι, επιστρατεύω τις ψυχικές δυνάμεις μου, εμψυχώνομαι, ξαναβρίσκω το θάρρος μου («ἐκ δ ἔπεσον θυμηγερέων» βγήκα έξω στην ακτή συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις μου, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αγείρω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»